- φυλάχτρα
- η1) засада (место); 2) шалаш охотника
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φυλάχτρα — η, Ν η θέση στην οποία παραφυλάει, παραμονεύει κάποιος, ενέδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυλάσσω + κατάλ. τρα (πρβλ. κρεμάσ τρα)] … Dictionary of Greek
φυλάχτρα — η θέση όπου ενεδρεύει κανείς, καρτέρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)